- ἀδρανοῦς
- ἀδρανήςimpotentmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁδρανοῦς — ἀδρανοῦς , ἀδρανής impotent masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
ετερομετάβολα — τα τα έντομα που χαρακτηρίζονται από προοδευτική αλλαγή μορφής κατά τα προνυμφικά στάδια και από απουσία αδρανούς νύμφης (χρυσαλλίδας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heterometabola < ετερο * + μεταβολή] … Dictionary of Greek
θειοαιμοσφαιριναιμία — η βιολ. παρουσία θειοαιμοσφαιρίνης, αδρανούς παραγώγου τής αιμοσφαιρίνης, στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. sulphemoglobinemia < sulph (< sulphur «θείο» [ΙΙ]) + hemoglobinemia (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
ξενοπαρασιτισμός — ο ζωολ. αντίδραση παρασιτικής μορφής που προκαλείται με την εισαγωγή ενός λείου αδρανούς σώματος σε ζωντανό οργανισμό … Dictionary of Greek
πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
αεριοχρωματογραφία — Μέθοδος διαχωρισμού αναμεμειγμένων αερίων ή πτητικών υγρών, που επινοήθηκε το 1952 από τον Άγγλο βιοχημικό Άρτσερ Μάρτιν μαζί με τον συνεργάτη του Ρίτσαρντ Σιντζ. Το μείγμα μεταφέρεται από ένα ρεύμα αδρανούς αερίου, π.χ. ρεύμα He. Το ρεύμα αυτό,… … Dictionary of Greek